- ἀλλοτέρμων
- ἀλλοτέρμων, ονος, ([etym.] τέρμα)A foreign,
γῆ Ezek.Exag.58
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γῆ Ezek.Exag.58
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αλλοτέρμων — ἀλλοτέρμων ( ονος), ο (Α) 1. αυτός που έχει άλλο τέρμα 2. αλλότριος, ξένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλο * + τέρμων] … Dictionary of Greek
ἀλλοτέρμονα — ἀλλοτέρμων foreign masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλλο- — Γλωσσ. α συνθετικό ουσιαστικών, επιθέτων και ρημάτων τόσο τής αρχαίας όσο και της νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα. Ετυμολογικά συνδέεται με τη λ. άλλος. Το αλλο ως α συνθετικό δηλώνει συνήθως τη σημασία τού «διαφορετικός, αλλιώτικος,… … Dictionary of Greek